- πτερνίζω
- ΝΜΑ [πτέρνη / πτέρνα]χτυπώ με τη φτέρνα, λακτίζω, κλοτσώνεοελλ.1. χτυπώ άλογο με τον πτερνιστήρα, σπιρουνίζω2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, κεντρίζω κάποιονμσν.-αρχ.μτφ. παλεύω και, τελικά, κατανικώ την κακία, τα πάθη και γενικά τον Σατανά («υἱοὶ δὲ Ἰακώβ... οἱ τῆς κακίας πτερνίσαντες τὴν ἐνέργειαν», Κλήμ.)αρχ.1. εξαπατώ2. επισκευάζω παλιό παπούτσι με την τοποθέτηση καινούργιας σόλας.
Dictionary of Greek. 2013.